κετόζες

κετόζες
Γενική ονομασία των μονοσακχαριτών που περιέχουν μια κετονομάδα. Έχουν ανάλογες φυσικοχημικές ιδιότητες με τις αλδόζες. Στη φύση είναι λιγότερο διαδομένες από τις αλδόζες και ανάμεσα σε αυτές η πιο γνωστή είναι η φρουκτόζη ή λαιβουλόζη η οποία, όταν ενωθεί με τη γλυκόζη, σχηματίζει τη σακχαρόζη. Οι κ. φέρουν γενικά εμπειρικά ονόματα και την κατάληξη -ουλόζη, με εξαίρεση τη φρουκτόζη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξόζες — Υδατάνθρακες του γενικού τύπου C6H12O6. Χαρακτηρίζονται από την παρουσία έξι ατόμων άνθρακα στο μόριό τους. Υποδιαιρούνται σε αλδόζες και κετόζες, ανάλογα με το αν περιέχουν αλδεϋδική ομάδα ή κετονική, ενώ οι υπόλοιπες ομάδες είναι αλκοολικές.… …   Dictionary of Greek

  • αλδόζες — Οργανικές ενώσεις τύπου (CH2Ο)n που σημαίνει ότι το μόριό τους περιέχει n ομάδες που αναλογούν σε ένα άτομο άνθρακα, δύο υδρογόνου και ένα οξυγόνου, και οι οποίες χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη μιας αλδεϋδομάδας εκτός των διαφόρων αλκοολομάδων.… …   Dictionary of Greek

  • σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”